- ήλιος
- (Ηelianthus annus). Μονοετές φυτό της οικογένειας των δικοτυλήδονων συνθέτων. Η επιστημονική του ονομασία είναι ηλίανθος ο ετήσιος. Κατάγεται από την Κεντρική Αμερική, αλλά διαδόθηκε και καλλιεργείται σε διάφορες χώρες κυρίως για τον εδώδιμο καρπό του: τον ηλιόσπορο, τον γνωστό σπόρο που τρώνε οι παπαγάλοι. Ο ηλιόσπορος χρησιμοποιείται για την εξαγωγή του ελαίου που περιέχει. Εξάλλου, στη Βόρεια Αμερική ο ή. διαδίδεται όλο και περισσότερο ως φυτό χορτονομής. Έχει στέλεχος ισχυρό, συνήθως απλό, σπάνια διακλαδιζόμενο. Φτάνει σε ύψος μέχρι 3 μ. και έχει φύλλα τραχιά, ωοειδή, ενώ τα κατώτερα είναι καρδιοειδή και οδοντωτά. Η ανθοταξία του είναι διαμέτρου 15-35 εκ. Τα εξωτερικά γλωσσοειδή ανθίδια είναι κίτρινα και άγονα, ενώ τα εσωτερικά καστανόμαυρα και γόνιμα. Οι καρποί είναι αχαίνια επιμήκη, ωοειδή, με αποξυλωμένο φλοιό και ελαιούχο ψίχα, επενδεδυμένη με μία μεμβράνη. Πιστεύεται ότι τα κεφάλια του ή. στρέφονται ανάλογα με τη διαδρομή του Ήλιου στο στερέωμα: στην πραγματικότητα παίρνουν μια ορισμένη θέση, στραμμένα προς την κατεύθυνση απ’ όπου έρχεται το πιο έντονο φως. Ο ή. είναι χρήσιμος και για την κατασκευή χαρτιού πολυτελείας και κλωστικών ινών, που συγκρίνονται με το μετάξι. Σε ορισμένες περιοχές χρησιμοποιείται και ως καύσιμη ύλη.
Οικονομία.H μεγαλύτερη παραγωγός χώρα είναι η Ρωσία. Ακολουθούν σε αρκετή απόσταση: Αργεντινή, Ρουμανία, Βουλγαρία, Τουρκία, Ουγγαρία, Σερβία, Ουρουγουάη, Νοτιοαφρικανική Δημοκρατία, Χιλή, Αλγερία και Μαρόκο. Στην Ελλάδα καλλιεργείται, αλλά όχι σε μεγάλες εκτάσεις.
Η καλλιέργεια του ή. για εξαγωγή ελαίου από τα σπέρματα άρχισε κατά το δεύτερο μισό του 19ου αι. στη ρωσική επαρχία του Βορονέζ, απ’ όπου διαδόθηκε στις άλλες περιοχές της Ρωσίας, στην παραδουνάβια Ευρώπη, στη Βαλκανική και στον υπόλοιπο κόσμο. Καλλιεργείται εύκολα, αναπτύσσεται γρήγορα και ευδοκιμεί σχεδόν σε όλα τα εδάφη. Η παραγωγή, που μόλις πλησίαζε τους 100.000 τόνους στις αρχές του Α’ Παγκοσμίου πολέμου, όταν οι καλλιέργειες ήταν περιορισμένες στα όρια της Ρωσίας (κυρίως στις επαρχίες Βορονέζ, Σαράτοφ και Κιρκαυκασίας), ξεπέρασε κατά πολύ τα αρχικά επίπεδα.
Οι κυριότερες χώρες εξαγωγής του σπορέλαιου του ή. είναι οι χώρες της Νότιας Αμερικής και ειδικότερα η Αργεντινή και η Ουρουγουάη.
Ο ήλιος καλλιεργείται κυρίως για το λάδι που εξάγεται από τους σπόρους του.
* * *και γήλιος, ο (AM ἥλιος, Α, επικ. τ. ἠέλιος, δωρ. και αιολ. τ. ἀέλιος, δωρ. τ. και ἄλιος, αρκαδ. τ. ἀέλιος ή ἁέλιος)1. φωτεινό ουράνιο σώμα (το κέντρο τού πλανητικού συστήματος), τού οποίου το φως μάς χαρίζει την ημέρα ενώ η απουσία του φέρνει τη νύχτα («ήλιε μου και τρισήλιε μου και κοσμογυριστή μου», δημ. τραγ.)2. η ακτινοβολία, το φως ή η θερμότητα που εκπέμπει ο ήλιος (α. «μ' έκαψε ο ήλιος» β. «ἥλιον εἶναι ἐπὶ τοῑς ὄρεσι», Πλάτ.)3. φως, χαρά, ελπίδα («ἡλίους τὰ ἀρσενικά τέκνα οἱ γονεῑς ὑποκοριζόμενοι καλοῡσι», Αρτεμίδ.)4. φρ. «υπό τον ήλιο(ν)» ή «υφ' ήλιον» — στη γη, σε αυτό τον κόσμονεοελλ.1. αστρον. κάθε ουράνιο σώμα που αποτελεί το κέντρο τού πλανητικού συστήματος2. το φυτό ηλίανθος3. η εικόνα, η απεικόνιση τού ήλιου4. ο πολύ ωραίος, ο πολύ όμορφος («λάμπει σαν τον ήλιο»)5. παροιμ. α) «με τον ήλιο τά μπάζω, με τον ήλιο τά βγάζωτί έχουν τα έρμα και ψοφούν;» — δεν προκόβουν αυτοί που ξεκινούν αργά την καθημερινή τους εργασία και σταματούν νωρίςβ) «βαρεί τού ήλιου πετριές» — για μεγάλες, αλλά μάταιες προσπάθειεςγ) «άναψε μου το λύχνο να δω τον ήλιο» — γι' αυτούς που δεν διακρίνουν και τα πιο οφθαλμοφανή πράγματαδ) «σπίτι που δεν τό βλέπει ο ήλιος, τό βλέπει ο γιατρός» — τα ανήλια σπίτια είναι ανθυγιεινά6. παροιμ. φρ. «ήλιος ήλιος και βροχή που παντρεύονται οι φτωχοί»7. φρ. α) «μέ πιάνει ο ήλιος»«μαυρίζω» από τις ακτίνες τού ήλιουβ) «ήλιος με δόντια» — παγερή μέρα με λιακάδαγ) «η χώρα τού ανατέλλοντος ηλίου» — η Ιαπωνίαδ) «μέχρι τέρματος ηλίου» — ώς τη συντέλεια τού κόσμουε) αστρον. «ηλίου κύκλος» — περίοδος 28 ετών κατά την οποία οι ημέρες τής εβδομάδας επανέρχονται με την ίδια τάξη στο ιουλιανό ημερολόγιο, ενώ στο γρηγοριανό η ίδια τάξη ημερών επανέρχεται κάθε 400 έτηστ) «δεν έχω στον ήλιο μοίρα» — είμαι απροστάτευτος ή δεν έχω καθόλου χρήματαζ) «θα πάω εκεί που ψήνει ο ήλιος το ψωμί» — θα φύγω και θα πάω σε πολύ μακρινή χώρανεοελλ.-μσν.«κάθεται ο ήλιος» ή «κλίνει ο ήλιος» — βασιλεύει ο ήλιοςμσν.1. στον πληθ. οἱ ἥλιοιαγάλματα ή μνημεία αφιερωμένα στον θεό Ήλιο2. φρ. α) «δίδει ό ήλιος» — ανατέλλει ο ήλιοςβ) «ανατολικά του ηλίου» — ανατολικάγ) «ώρα πρὸς τὸν ήλιον» — απόγευμαδ) «εἰς ἥλιον καὶ φεγγάριν» — μέρα νύχτααρχ.1. το φως τής ημέρας, η ημέρα («λέγ' ἡλίους, ἐν οἷσιν ἁγνεύει λεχώ» — λέγε τις ημέρες την τελευταία από τις οποίες κάνει τον καθαρμό της η λεχώ, Ευρ.)2. το έτος3. πληθ. α) οι ακτίνες τού ήλιουβ) οι ηλιόλουστες ημέρες4. φρ. «ἡλίου ἀστήρ» — ο πλανήτης Κρόνος.[ΕΤΥΜΟΛ. < *σaFέλıoc. To F διατηρείται στον κρητικό τ. ἀβέλιος < *ἁFέλıoς, με ψίλωση σε ορισμένες διαλέκτους, πρβλ. δωρ., αιολ., αρκ. ἀέλιος, ενώ στη γλώσσα τών επών ἠέλιος). Ανάγεται σε ΙΕ ρίζα *sāwel-, η απαθής βαθμίδα τής οποίας απαντά επίσης στο γοτθ. sauil «ήλιος», ενώ η μηδενισμένη της *sūl- στα αρχ. ινδ. sura, surya «ήλιος» και το αρχ. ιρλ. sūil «μάτι». Το λατ. sōl «ήλιος» ανάγεται σε μεταπτωτική βαθμίδα *swōl- τής *sāwel- με μηδενισμένη βαθμίδα ως προς το πρώτο φωνήεν και ετεροιωμένη-εκτεταμένη ως προς το δεύτερο. Το αρχικό ΙΕ θ. πρέπει να ήταν ετερόκλιτο ουδ. σε -l-/ -n-. Η ετεροκλισία του διαφαίνεται στην αβεστ. ονομ. hvarә και την gāthā- αβεστ. γεν. xveng «ηλίου» καθώς και στις γερμανικές γλώσσες, ορισμένες εκ τών οποίων έχουν παράλληλους τ. και από τα δύο θ. (πρβλ. γοτθ. sauil αλλά και sunno «ήλιος», αγγλοσαξ. sōl αλλά και sunne «ήλιος», από όπου τα σύγχρ. αγγλ. sun και γερμ. Sonne. Η σύνδεση, τέλος, με την ΙΕ ρίζα swel- «(σιγο)καίω» είναι εντελώς αμφίβολη.ΠΑΡ. (η)λιάζομαι, (η)λιάζω, ηλιακόςαρχ.Ηλιάδες, ηλιάς, ηλίτης, ηλιώδης, ηλιάω-ώ, ηλιόω-ώ/ούμαι, ηλιώτης.ΣΥΝΘ. (Α' συνθετικό) αρχ. ηλιανθές, ηλιαυγής, ηλιωπόςμσν.ηλιωνυμίανεοελλ.ηλιανθέλαιο, ηλιάνθεμο, ηλιανθίνη, ηλίανθος, ηλιέλαιο (βλ. και λ. ηλιο-). (Β' συνθετικό) ανήλιος, ανθήλιος, αντήλιος, ευήλιος, παρήλιος, προσήλιος, υφήλιοςαρχ.αυτοήλιος, δυσήλιος, μισήλιος, πανήλιος, πολυήλιος, φυξήλιος].
Dictionary of Greek. 2013.